μακροβολωτέρας

μακροβολωτέρας
μακροβολωτέρᾱς , μακροβόλος
far-throwing
fem acc comp pl
μακροβολωτέρᾱς , μακροβόλος
far-throwing
fem gen comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακροβόλος — ο (AM μακροβόλος, ον) αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”